στόρθυγξ

στόρθυγξ
στόρθυγξ, -υγγος
Grammatical information: m. f.
Meaning: `cusp, tine (of an antler), fang, cape etc.' (S., Com. Adesp., Lyc., AP a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Like the synonym στόνυξ an isolated poetic word with formation like φάρυγξ, σπῆλυγξ, σπόρθυγγες (s. σπύραθοι) a.o. from στόρθη τὸ ὀξὑ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς H., which differs from OWNo. stirðr `stiff, unbending', storð f. `grass, green stalk' (IE *sterdh- or stert-, resp. str̥dh-, str̥t-) only in ablaut. Beside it with IE -d- a.o. OWNo. stertr m. `bird's tail', OHG a. NHG Sterz. Further forms w. lit. in Bq and WP 2, 630, Pok. 1023f. -- Finally to στερεός etc. (s. v.). -- No doubt a Pre-Greek word. (The etym. proposed has nothing to recommend it.) (Not in Furnée.)
Page in Frisk: 2,802

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στόρθυγξ — point masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… …   Dictionary of Greek

  • στόρθυγγα — στόρθυγξ point masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγγας — στόρθυγξ point masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγγος — στόρθυγξ point masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξι — στόρθυγξ point masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξιν — στόρθυγξ point masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] …   Dictionary of Greek

  • μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • στόρθη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀξὺ τοῡ δόρατος καὶ ἐπιδορατίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στόρθυγξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”